- απαλότητα
- η (AM ἁπαλότης, -ητος)η ιδιότητα του απαλού, η αβρότητα, η τρυφερότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απαλότητα — η η ιδιότητα του απαλού: Τέτοια απαλότητα επιδερμίδας σε μεγάλο άνθρωπο δεν είχε ξαναδεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁπαλότητα — ἁπαλότης softness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
мѧкость — МѦКОСТ|Ь (2*), И с. 1. Мягкость: ѿ мѣди и олова ес(с)тво има(т). зане нi твердости има(т) ни же пакы до конца мѧмѧкости [так!] ГБ XIV, 84г. 2. Изнеженность: да ѡдолѣеть страху мл(с)ть. б҃ии стра(х) и мѧкости. да станеть преже плотолюбивы(х)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
αβρότητα — η (Α ἁβρότης) [ἁβρὸς] 1. λεπτότητα, χάρη, απαλότητα, τρυφερότητα 2. η λεπτότητα στους τρόπους, η ευγενική συμπεριφορά αρχ. λαμπρότητα, πολυτέλεια … Dictionary of Greek
αγανάδα — η [αγανός] απαλότητα, χαλαρότητα … Dictionary of Greek
αγκάλη — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 206 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νηλέως. * * * η (Α ἀγκάλη) 1. ο χώρος εν είδει κόλπου, που σχηματίζεται ανάμεσα στο στήθος τού ανθρώπου και στα χέρια του,… … Dictionary of Greek